dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αστυνομικός έλεγχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Polizeikontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…